Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δέρις — ( ιος), η (Α) 1. η δέρη 2. η δέρρις. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δέρη, αναλογικά προς το ράχις*] … Dictionary of Greek